- κοσμίδιον
- κοσμίδιονadornmentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμίδιον — κοσμίδιον, τὸ (ΑM, Μ και κοσμίδι[ν]) στολίδι, κόσμημα μσν. το γείσο που βρίσκεται πάνω από την πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «στολίδι, κόσμημα» + υποκορ. κατάλ. ίδιον*] … Dictionary of Greek
κοσμιδίου — κοσμίδιον adornment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμιδίων — κοσμίδιον adornment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμιδίῳ — κοσμίδιον adornment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek